Τιμώντας τη μνήμη των προγόνων μας, ο Σύλλογος Βιβλιόφιλοι Έδεσσας παρουσιάζει το βιβλίο της Ροζαλίας Γαβριηλίδου και του Φάνη Μαλκίδη
«Η βιογραφία του οπλαρχηγού του Πόντου Παύλου Τσαουσίδη».
Την Κυριακή 28 Μαΐου στις 11 το πρωί, στην αίθουσα του παλιού Παρθεναγωγείου (Βαρόσι).
Ακολουθεί ενδιαφέρουσα αφήγηση σχετική από εδώ:
http://pluton22.blogspot.gr/2013/06/blog-post_19.html
Πόντιος Κολοκοτρώνης χαρακτηρίζεται και ο 25χρονος Κοτζά Αναστάς (Αναστάσιος Παπαδόπουλος), ο οποίος κατόρθωσε ύστερα από σκληρές μάχες 95 ημερών το φθινόπωρο του 1921 να εξοντώσει 700 Τούρκους στρατιώτες, αποκρούοντας τις λυσσασμένες επιθέσεις του Τούρκου στρατηγού Λιβά πασά, που ήταν επικεφαλής μιας μεραρχίας τακτικού στρατού, σε μέτωπο εκτάσεως 28 χιλιομέτρων επάνω στο βουνό Top Tsam, με απώλειες 18 μόνο αντάρτες νεκρούς.
Προς τα τέλη του 1921 και αρχές του 1922 (22-2-22) το χωριό Δαζλή θα γίνει επίκεντρο τρομερών συγκρούσεων μεταξύ των ανταρτών και του τακτικού τουρκικού στρατού, υπό την αρχηγία του στρατηγού Τζεμάλ Τζεβήτ, ο οποίος, με 16.000 άνδρες, ορκίστηκε να εξαφανίσει τους αντάρτες. Έπειτα από αλλεπάλληλες συγκρούσεις, που κράτησαν ως τις αρχές του 1922, οι Τούρκοι υποχώρησαν προς την Ερπαά, αφού στο πεδίο της μάχης έπεσε νεκρός και ο ίδιος ο στρατηγός Τζεμάλ Τσεβήτ, με αποτέλεσμα να σταλεί από τον Μουσταφά Κεμάλ και πάλι ο ίδιος ο Λιβά πασάς εναντίον των ανταρτών. Όμως παρά τις συντονισμένες προσπάθειες του Λιβά πασά να περικυκλώσει τους αντάρτες, δεν τα κατάφερε, διότι οι αντάρτες, με συνδυασμένες ενέδρες, υπό την αρχηγία του Κοτζά Αναστάς και του Ιστύλ αγά, όχι μόνο ξέφευγαν, αλλά και αποδεκάτιζαν τις δυνάμεις του.
Αφηγήσεις των πολεμιστών Σάββα Ασλανίδη καί Παύλου Τσαουσίδη:
«Ο Λιβά πασάς επέδραμε και πάλιν εναντίον του μετώπου του Τσοπού Δερεσί. Περί τους 500 πολεμισταί μας έσπευσαν εις βοήθειαν υπό τους αρχηγούς Γιώργον Τσακίρην και Δελή Σωκράτην, επίσης έφθασαν οι καπετανέοι Αναστάσης Καριπίδης, Μαυροκώστας και Ευστάθιος. Η μάχη ήτο φοβερά. Εκ τεσσάρων σημείων επετίθεντο οι Τούρκοι. Ο Λιβά πασάς επωφεληθείς μιας φιλονεικίας μεταξύ των αρχηγών Τσακίρη και Δελή Σωκράτη, οι οποίοι εγκατέλειψαν την μάχην, ηχμαλώτισε πολλούς εκ των ημετέρων, τους οποίους έσφαξε ανηλεώς. Πλείστα γυναικόπαιδα έπεσαν εις χείρας του αιμοβόρου Τούρκου στρατηγού, εκ των οποίων τας μεν παρθένους και τας γυναίκας ητίμασαν αι ορδαί του και εξώρισαν κατόπιν εις Χαρπούτ, φονεύοντες καθ’ οδόν τας αποκαμούσας, τους δε άνδρας κατεκρεούργησαν αγρίως. Τους λοιπούς κατωρθώσαμεν να διασώσωμεν την νύκτα διελθόντες τη βοηθεία και άλλων ανταρτών του Μπογαλίκ, τον ποταμόν Ίριν. Πολλοί όμως κατά την διάβασιν του ποταμού επνίγησαν. Οι ημίσεις εξ αυτών φοβηθέντες το ρεύμα του ποταμού, το οποίον ήτο τότε ορμητικόν, εστράφησαν προς το όρος Ακ Νταγ όπου, ένεκα του δριμυτάτου χειμώνος, υπέφεραν τα πάνδεινα. Συλληφθέντες μετά τινας ημέρας υπό των Κεμαλικών ορδών κατεσφάγησαν αγρίως
Ο στρατηγός Τζαβήτ πασάς άγων ολόκληρον σύνταγμα, προέβη εις τακτικήν πολιορκίαν του Δαζλή. Με το στρατό του, συνέπραττον όλοι οι άτακτοι Τούρκοι των περιφερειών Έρπαα, Αμασείας, Τοκάτης και Νεοκαισαρείας. Κιρκάσιοι φίλοι μας, που μας ειδοποίησαν περί της αφίξεως του φιρκά κουμανταντί, ανέβαζαν την δύναμίν του εις 10.000 άνδρες, στρατού και ατάκτων. Ο αρχηγός μας καπετάν Γιώργης Μεγαλομύστακας εζήτησε την βοήθεια του διασήμου οπλαρχηγού Αναστάση Παπαδοπούλου.
Οι Τούρκοι προτού επιχειρήσουν επίθεσιν ωχυρώθησαν δια διπλής και τριπλής σειράς προχωμάτων, καθ’ όλους τους κανόνας του πολέμου. Κατά μικρά διαστήματα είχαν κατασκάψει το έδαφος, ωσάν να ευρίσκοντο απέναντι πολυπληθούς στρατού εις το Δυτικόν
Πόντιοι αντάρτες
μέτωπον του ευρωπαϊκού πολέμου. Η έφοδος του όγκου τούτου ήτο εκτάκτως μεγαλοπρεπής. Οι σημαιοφόροι εις εκάστην πρόοδον του στρατού έμπηγον τας σημαίας των εις την γην με θάρρος και μεθοδικότητα.
Ημείς προ του μεγάλου κινδύνου επολεμούσαμε ως άξιοι γόνοι των Ελλήνων. Σπιθαμήν προς σπιθαμήν εδιεκδικούσαμε το έδαφος ενώ εν τω μεταξύ είχαμε στείλει εις ασφαλή κρησφύγετα τα γυναικόπαιδα. Οι Τούρκοι δια συνεχούς καταιγιστικού πυρός κατά των οχυρών μας ημπόδιζαν πάσαν απόπειραν αντεπιθέσεως κατά των γραμμών των. Μέχρι το εσπέρας τα βουνά εδονούντο εκ των ομοβροντιών των διαφόρων πυροβόλων.
Προσήλθεν ο ιερεύς μας και ετελέσαμεν μετά κατανύξεως παράκλησιν εν μέσω κλαυθμών και οδυρμών και υπό την πένθιμον κατήφειαν των πολεμιστών. Ο ιερεύς μας έφθασεν εις το ύψος του αοιδίμου ηγουμένου του Αρκαδίου Γαβριήλ, όταν μας ενεθάρρυνε και μας ενεψύχωνε, αναφέρων και τους ηρωισμούς των Σουλιωτών. Ήδη ησπάσθημεν όλοι την δεξιάν του, καθ’ ην στιγμήν με πλήρη πεποίθησιν μας εβεβαίωνε ότι αφεύκτως θα νικήσωμε τους βαρβάρους και θα σώσωμε την ιεράν παρακαταθήκην, που είχαμε εις τας χείρας μας. Συγχρόνως ο γενναίος μας αρχηγός εβροντοφώνησε το του Αρχαίου Λεωνίδα: Ή ταν ή επί τας!…
Μόλις πήρε το μήνυμα ο αρχηγός μας, έστειλε παρευθύς αγγελιαφόρους σε όλες τις ομάδες και μέσα σε λίγες ώρες έγινε η συγκέντρωση περίπου 200 οπλιτών και άλλων τόσων αόπλων, που πάντα τους έπαιρνε μαζί για βοηθητικούς και για να δείχνουν όγκο. Επικεφαλής της δύναμης μπήκε και πάλιν ο ίδιος ο Κοτσαά Αναστάς, όπως και οι υπαρχηγοί Θεόφιλος Χατζηπουλίδης, Μιχαήλ Κιουρτσόγλου, Μελέτιος Παϊραχταρίδης, Αναστάσης Μεγαλομμάτης κι εγώ ο Παύλος Τσαουσίδης. Σουρούπωμα ξεκινήσαμε και περπατώντας όλη τη νύχτα φτάσαμε τα χαράματα στο Ταζλί Τερεσί, πιάσαμε θέσεις σ’ ένα μέρος του βουνού και ειδοποιήσαμε τον καπετάν Γιώργη αγά για την άφιξή μας.
Στο μεταξύ ο πληθυσμός που είχε εγκαταλείψει τα καλύβια, έμενε κρυμμένος μέσα στα σπήλαια του βουνού, που βρισκόντουσαν, σε απόκρημνα μέρη, πολύ ψηλά, όπου δεν μπορούσε εύκολα να φτάση κανείς παρά μόνο στις στιγμές εκείνες που ο άνθρωπος αποκτά υπεράνθρωπες δυνάμεις, για να σώση τη ζωή του. Όπως αργότερα διαπιστώσαμε ο στρατός κατάφερε να μπει μέσα στα καλύβια, μετά απ’ τη φυγή του πληθυσμού, τα ρήμαξε και κατάστρεψε ό,τι βρήκε, τρόφιμα, ρουχισμό κλπ. Πολύ γρήγορα, όμως, το πλήρωσε ακριβά, εφ’ όσον αποτόλμησε να σκαρφαλώση στα επικίνδυνα εκείνα σημεία.
Με τα πρώτα πυρά και την σύγχρονη εξόρμησή μας, οι Τούρκοι εμπροσθοφύλακες παρατήσανε τα πόστα τους και φεύγοντας έτρεχαν πανικόβλητοι να ενωθούν με τον κύριο όγκο του στρατού. Ακολούθησε δεύτερη επίθεση από τις άλλες ομάδες, κι αντιλάλησαν τα βουνά απ’ τα τουφέκια μας. Οι στρατιώτες απαντούσαν στην αρχή με πολύ πυκνά πυρά επίσης, αλλά όταν είδαν ότι βάλλονται όχι από μια αλλά από τρεις πλευρές, και μη ξέροντας ποιες ήσαν οι δυνάμεις μας, άρχισαν να υποχωρούν από φόβο μήπως κυκλωθούν και μάλιστα σε μέρη τόσο επικίνδυνα όπου ήταν αδύνατο ν’ αναπτυχθούν. Το ένα μετά το άλλο άφηναν τα χαρακώματά τους μπροστά στις ορμητικές επιθέσεις των δικών μας, ως που ο Γιώργη αγάς εξορμώντας με χειροβομβίδες έβγαλε και τους τελευταίους της περιοχής του από το χαράκωμα, το Τσην Τουζ λά λεγόμενον.
Οι απώλειες του εχθρού ήσαν μεγάλες σ’ αυτή την τριπλή επίθεσή μας, αλλά την μεγαλύτερη συμφορά την έπαθαν οι Τούρκοι στρατιώτες κυρίως στην περιοχή των καλυβιών, όπου τ’ απόκρημνα μέρη στάθηκαν ο χαμος πολλών. Γιατί ενώ οι δικοί μας ήσαν εξοικειωμένοι με το έδαφος και μάθαν να το περπατούν σαν τα ζαρκάδια, εκείνοι, ξένοι εντελώς σε τέτοιες απόκρημνες περιοχές, τάχαν χαμένα και δεν ξέραν από που να φυλαχτούν, από τα βόλια μας ή απ’ το κατρακύλισμα. Και η αλήθεια είναι ότι περισσότεροι σκοτωνόντουσαν κατρακυλώντας μέσα σε χαράδρες και γκρεμούς, παρά απ’ τα τουφέκια μας, που ωστόσο κι αυτά κάναν τη δουλειά τους.
Καθώς αργά τ’ απόγεμα είχε αρχίσει η μάχη δεν κράτησε πολλή ώρα, γρήγορα ήλθε η νύχτα κι επωφελούμενοι οι Τούρκοι έφυγαν, κι έτσι ο γενναίος πασάς που ήλθε «να κόψη τη ρίζα των γκιαούρηδων απ’ τα τούρκικα βουνά» έπαυσε να καυχιέται. Οι απώλειες των Τούρκων στην μάχη εκείνη ήσαν περίπου 100 νεκροί και πολλοί τραυματίες. Εμείς μείναμε στις θέσεις μας εκείνη τη νύχτα και το πρωί σπεύσαμε προς τα σπήλαια όπου ο άμαχος πληθυσμός μας κινδύνευε να πάθη ασφυξία. Κατάχλωμοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά, βγήκαν απ’ τους κρυψώνες τους κι απ’ την χαρά τους κλαίγαν, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν, γιατί και τούτη τη φορά τους είχαμε γλυτώσει από βέβαιο θάνατο.»